Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Συνέντευξη με τον Γρηγόρη Μπούλιο



Κινηματογράφος «Ερατώ»

Από την πρώτη δημόσια κινηματογραφική προβολή των αδερφών Λυμιέρ το 1895 στο Παρίσι μέχρι σήμερα έχουν περάσει από τα ράουλα των κινηματογραφικών μηχανών ανά τον κόσμο εκατομμύρια χιλιομέτρων κινηματογραφικού φιλμ. 

Στο Βελβεντό, το βάρος του κινηματογραφικού θεάματος σήκωσε ο κινηματογράφος «Ερατώ», ιδιοκτησίας του κ. Γρηγόρη Μπούλιου. Η Ερατώ, μούσα της λυρικής ποίησης και των ύμνων, συντρόφευε τις προβολές της έβδομης τέχνης για περισσότερα από τριάντα χρόνια στο Βελβεντό. Ο κινηματογράφος του κ. Μπούλιου μαζί με το κινηματογραφικό τμήμα του Μορφωτικού Ομίλου Βελβεντού έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κινηματογραφική ψυχαγωγία  των Βελβεντινών. 
Στις μέρες μας, οι νέες τεχνολογίες έχουν παραγκωνίσει τον κινηματογράφο, τουλάχιστον για τα μικρά μέρη σαν το δικό μας (κυρίως λόγω υψηλού κόστους), μιας και στις πόλεις οι κινηματογράφοι έχουν αναβαθμιστεί προσφέροντας νέες εμπειρίες θεάματος στους σινεφίλ.

Κάναμε μια χαλαρή κουβέντα με τον Γρηγόρη στο Πνευματικό Κέντρο για να καταγράψουμε την πορεία του κινηματογράφου μέσα από τα μάτια του ανθρώπου που για χρόνια κοιτούσαν τις ταινίες μέσ’ από το μικρό παραθυράκι πάνω από τα κεφάλια μας. Ο Γρηγόρης είναι ο άνθρωπος που έχει δει όσες ταινίες έχουν προβληθεί στο Βελβεντό από το 1964 μέχρι σήμερα, εκτός από δύο. Ιστορία μιας ζωής σαν ταινία. Στ’ αυτιά μας ακόμα ακούγεται ο ήχος του κινηματογράφου: Γκλινγκ, γκλονγκ – γκλινγκ, γκλονγκ. Σκοτάδι… Η ταινία αρχίζει.


Πότε ξεκίνησες με το σινεμά, Γρηγόρη;
Το 1963 με 1964.

Πόσων χρονών ήσουν τότε;
Το 1963 ήμουν είκοσι τριών χρονών, μόλις είχα απολυθεί από τον στρατό, τότε φαντάροι πηγαίναμε στα είκοσι ένα. Την μηχανή την πήραμε από τον Γιάννη Χατζή, την είχε μαζί με τον Σάκη τον Κοτρώτσιο. Εμείς τότε είχαμε το μαγαζί αυτό που έχει τώρα ο Αντώνης ο Χατζητσόλης, το φτιάξαμε και πήραμε τη μηχανή. Για να βρούμε τα χρήματα να την αγοράσουμε, πουλήσαμε ένα οικόπεδο. Η μηχανή μάς κόστισε 20.000 δραχμές, πολλά λεφτά για τότε. Ο Χατζής τότε είχε προβλήματα λόγω φρονημάτων, καταλαβαίνετε, οι εποχές ήταν τέτοιες, έπειτα έβαλε τον γαμπρό του τον Κουτρώτσιο μπροστά, αλλά είχαν πολύ κυνηγητό και με τα πολλά αναγκάστηκαν να την πουλήσουν. 



Τι μάρκα ήταν η μηχανή;
Cinemeccanica με λάμπα. Εμείς είχαμε το μαγαζί, το φτιάξαμε κατάλληλα με ψάθινες καρέκλες και παίζαμε ταινίες εκεί. Μετά φτιάξαμε το άλλο κτίριο, αυτό που είναι μέχρι τώρα. Αυτό είναι όλο πέτρινο, κουραστήκαμε πολύ να το φτιάξουμε. 

Θυμάσαι ποια είναι η πρώτη ταινία που παίχτηκε στο σινεμά σας;
Δυστυχώς, όχι. Συνήθως τότε παίζαμε ελληνικές ταινίες, τις πιο πολλές φορές με φουστανέλες. Αυτά αγαπούσε ο κόσμος. 

Νωρίτερα υπήρχε κάποιος που έκανε προβολές στο Βελβεντό;
Ναι, έρχονταν ξένοι, ερχόταν μια γυναίκα από τα Σέρβια και κάποιος από την Ξηρολίμνη –το όνομα του ήταν Βάϊος – κι έκανε προβολές σε διάφορα μαγαζιά, πάνω στου Σταμάτη (πάνω από την ταβέρνα «Εν Βελβενδώ») και στο καφενείο του Ιπποκράτη Σαμαρά μετέπειτα ιδιοκτησίας Μάρκου Ταίρη, εκεί που είναι σήμερα η καφετέρια «Εποχές». Επίσης εκεί που μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν το ΚΤΕΛ, στου Μαχτού, και αλλού. Πολλές φορές παίζανε και έξω, θερινό κινηματογράφο απάνω στου Βαρσαμή («Ρέμβη»).

Είχαν κόσμο αυτές οι προβολές; Πώς αντιδρούσαν οι θεατές;
Τότε δεν υπήρχαν πολλά κέντρα και καταστήματα κι ο κόσμος ερχόταν για να περάσει την Κυριακή, οπότε έβλεπαν την ταινία μία και δύο φορές. Έκανα δύο προβολές την ίδια μέρα. Τις περισσότερες φορές δεν υπήρχαν καθίσματα κενά και ο κόσμος έβλεπε όρθιος. Μετά άρχισα να έχω προβλήματα με την Αστυνομία. Με κυνηγούσαν γιατί έβαζα όρθιους και αυτό απαγορευόταν.

Την άδεια του μηχανικού προβολής από πού την πήρες, Γρηγόρη;

Έδωσα εξετάσεις στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος τότε, στη Θεσσαλονίκη. Ολόκληρο σίριαλ. Για να έχω δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις, έπρεπε να έχω χαρτί από το Γυμνάσιο. Αναγκάστηκα να πάω στο Γυμνάσιο για μία τάξη στα είκοσι εννιά μου χρόνια, ώστε να μπορέσω να δώσω εξετάσεις για μηχανικός προβολής. Μετά από το υπουργείο, πήγαμε σ’ έναν κινηματογράφο για να δώσω εξετάσεις, για να κάνω μια δοκιμαστική προβολή και να δουν αν κατέχω το αντικείμενο. Μου έδωσαν μια ταινία και, μόλις τη βλέπω, τους λέω δεν την παίζω. «Γιατί;» με ρωτάνε.«Γιατί η ταινία είναι ανάποδα, αν την βάλω έτσι, τα κεφάλια θα περνάνε προς τα κάτω». Γύρισα την μπομπίνα στη ρουλέτα, την πέρασα στη μηχανή – μια τεράστια μηχανή που, παρόλο που δεν την ήξερα, τα κατάφερα κι έκανα την προβολή και μου έδωσαν το χαρτί.

Ποια ταινία σού άρεσε απ’ όλες αυτές που έπαιξες;
Μια τούρκικη, που λεγόταν Η γυναίκα ποτέ δεν ξεχνά. Μια γυναίκα κι ένας άντρας ερωτεύτηκαν, η γυναίκα έμεινε έγκυος και μετά τον άντρα τον πήραν στρατιώτη. Σκοτώθηκε στον πόλεμο κι έπειτα ο ίδιος ηθοποιός έπαιζε τον ρόλο του γιού του, κλάμα χαμός, όλος ο κινηματογράφος έκλαιγε. Μου άρεσαν και τα γουέστερν. 

Παίζατε πιο πολύ ελληνικές ή και ξένες ταινίες;
Παίζαμε πιο πολύ ελληνικές, αλλά και ξένες.

Ποιες ταινίες έκαναν πιο πολλά εισιτήρια; Ποιες ταινίες αγαπούσε ο κόσμος;
Ο κόσμος αγαπούσε να βλέπει διάσημους ηθοποιούς, όπως ο ΚλιντΙστγουντ (ClintΕastwood), ο ΤόνυΚέρτις (TonyCurtis) και ο ΟμάρΣαρίφ (OmarSharif). Θυμάμαι τότε ένα ινδιάνικο έργο, πάλευαν μέσα στο ποτάμι ένας Ινδιάνος μ’ έναν Αμερικάνο και κέρδισε ο Αμερικάνος, αλλά έπειτα οι Ινδιάνοι τους πετσόκοψαν. 

Κάνατε πρώτη και δεύτερη προβολή;
Όχι, μια ταινία είχαμε και την παίζαμε δυο φορές την ημέρα, πολλές φορές την παίζαμε και τρεις, αναλόγως τον κόσμο.

Πόσο καιρό κρατούσατε την ίδια ταινία;
Σχεδόν μια βδομάδα. Μετά που ήρθε η τηλεόραση κι έπεσε η δουλειά, συνεργαζόμασταν άτυπα με το άλλο σινεμά από τα Σέρβια, με τον Μαλέτσκο. Παίζαμε δύο ταινίες, μία ο ένας και μία ο άλλος, και μετά τις αλλάζαμε μεταξύ μας για να ρίξουμε το κόστος. 

Διάβαζα κάπου πως την εποχή του Ξανθόπουλου –το παιδί του λαού– κάποιοι άφηναν έξω από τα σινεμά ψωμί, λάδι κ.λπ., γιατί αυτός ήταν φτωχός. Έγινε εδώ κάτι παρόμοιο;
Μπα, όχι, εδώ δεν είχαμε τέτοια.   

Ταινίες ροζ περιεχομένου παίζατε; 

Οι ταινίες τότε είχαν άδεια, δηλαδή κάποιες απαγορεύονταν για άτομα κάτω των δεκαοχτώ ετών. Θυμάμαι μια ταινία με τον Ανέστη Βλάχο που λεγόταν Ο φόβος. Η ταινία αυτή είχε άδεια και κάποια στιγμή έδειχνε ένα αυτοκίνητο να κουνιέται, γιατί ένα ζευγάρι έκανε έρωτα μέσα σ’ αυτό. Εξαιτίας αυτής της ταινίας, έφαγε αποβολή όλο το Γυμνάσιο.  Φέρναμε και παιδικές ταινίες, πήγαινα στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, τις διαφήμιζα κι έρχονταν τα παιδιά και τις έβλεπαν. 

Λειτουργούσατε και επί χούντας. Είχατε προβλήματα τότε;
Επί χούντας έπρεπε πριν από την ταινία, αναγκαστικά, να παίζουν τα «Επίκαιρα» της εποχής, που ήταν κατευθυνόμενα από τη χούντα. Αν δεν τα βάζαμε, το είχαμε χαμένο το παιχνίδι.

Με την Αστυνομία είχατε προβλήματα ;
Μια φορά, στο παλιό κτίριο –το πρώτο φέραμε μια ταινία «αριστερή» που λεγόταν Το μπλόκο. Εκεί ακουγόταν το κλασικό «Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα». Ανέβηκε πάνω ο Υπενωμοτάρχης να σταματήσει την προβολή γιατί ήταν αριστερή η ταινία. Μ’ έπιασαν κι εμένα τα νεύρα και τον πέταξα κάτω από το πατάρι. Με πήραν στην Αστυνομία και από πίσω ήρθε όλος ο κόσμος να με υποστηρίξει. Μετά φωνάξαμε τον Διοικητή της Αστυνομίας από τα Σέρβια και, αφού έπαιξα την ταινία για να τη δει και του έδειξα και την άδειά της, με άφησε να την προβάλω κανονικά, λες κι εγώ έφταιγα που η ταινία ήταν αριστερή. Έτσι κι αλλιώς είχε περάσει από τη λογοκρισία. 

Άλλες εκδηλώσεις γίνονταν στον κινηματογράφο;

Πολλές εκδηλώσεις, θέατρα, καραγκιόζης, συναυλίες. Θυμάμαι είχε έρθει ο Λάκης Χαλκιάς και άλλοι που δεν θυμάμαι τώρα. Συνήθως για συναυλίες πήγαιναν στα κέντρα. Ήρθαν και θέατρα με πολλούς διάσημους ηθοποιούς, όπως η ΈρικαΜπρόγερ και ο Στέφανος Στρατηγός.  Δυο παραστάσεις.  Ήταν φουλ 200 δραχμές είχε τότε το εισιτήριο. 

Κρατούσες στοιχεία πόσες περίπου ταινίες το χρόνο παίζατε;
Περίπου ογδόντα ταινίες το χρόνο. Δεν έχω ακριβή στοιχεία.

Ποια περίοδος ήταν η καλύτερη από άποψη προσέλευσης κόσμου;
Στις αρχές, μέχρι το ’70-’74, μετά ήρθε η τηλεόραση. Κάποια στιγμή άρχισα να βάζω χρήματα από την τσέπη μου και αναγκάστηκα να σταματήσω.

Τα θεατρικά που έρχονταν εσύ τα κανόνιζες ή σε βρίσκανε μόνοι τους;
Αυτοί με βρίσκανε κι εγώ έπαιρνα ένα ποσοστό για την αίθουσα, ανάλογα, 20-25%.

Ποια ταινία ήταν αυτή που πήγε καλύτερα απ’ όλες;
Συνήθως η φουστανέλα. Αυτά αγαπούσε ο κόσμος.

Επιτρεπόταν να τρώει και να πίνει ο κόσμος μέσα στον κινηματογράφο;

Συνήθως τρώγανε σπόρια  και από την  αλμύρα σκούριαζαν τα καθίσματα. Είχα την αδερφή μου που πουλούσε τα σπόρια και μετά καθάριζε τον κινηματογράφο κι έτσι έπαιρνε ένα μεροκάματο. Η γυναίκα μου η Αθηνά ήταν στα εισιτήρια. Παλιότερα καθάριζα εγώ με τον αδερφό μου τον Τόλιο. Ο αδερφός μου είναι αυτός που κάνει τον γαμπρό στην ταινία του Κανελλόπουλου Μακεδονικός γάμος.  

Τον Κανελλόπουλο τον θυμάσαι καθόλου;

Εμείς ήμασταν μικρά παιδιά, τρέχαμε από πίσω, ένας κουτσός ήταν, έτσι τον θυμάμαι. Του ζήτησαν να δώσει στον Μορφωτικό μια κόπια, έτσι σαν κειμήλιο, αλλά δεν ήθελε. 

Αυτή η ταινία προβλήθηκε μετά στον κινηματογράφο σου;
Ναι, την παίξαμε δυο τρεις φορές.

Ο Κανελλόπουλος ήταν σε καμιά προβολή;
Όχι, δεν ήρθε.

Ο κόσμος από κάτω, που έβλεπε τα πρόσωπά του και γνωστούς στο πανί,πώς αντιδρούσε;
Χαιρόταν και χειροκροτούσε.

Το όνομα του κινηματογράφου πώς το διάλεξες;
Αυτό μας το πρότεινε ο μηχανικός που μας έβγαλε την άδεια, μας είπε να το ονομάσετε «Ερατώ», μια από τις εννέα μούσες, αυτό είναι ταιριαστό όνομα. Ο πατέρας της Γερούκη, που έχει τώρα το κανάλι West, αυτός μας το πρότεινε.

Σκεφτόσουν ποτέ ότι θα έκανες αυτή τη δουλειά; Ότι θα τα έφερνε έτσι η ζωή, που θα γινόσουν ιδιοκτήτης κινηματογράφου;
Όχι. Ο Τόλιος, ο αδερφός μου, ήθελε πολύ τότε. Αλλά επειδή αγοράσαμε αυτό το οικόπεδο, αγοράσαμε κι ένα σπίτι από πίσω, του Μπατσιάμη, κι είχαμε και χώρο από μας, από τη δική μας μεριά – κι έτσι τετραγωνίσαμε το μέρος και το φτιάξαμε. Έγινε είκοσι μέτρα επί δέκα. Κι όλο το κτίριο είναι χτισμένο με πέτρα. Το κάναμε μόνοι μας. Ήταν η αλληλοβοήθεια τότε. Δηλαδή εσύ ερχόσουν σε μένα κι εγώ ερχόμουν σε σένα κι έτσι έγιναν όλ’ αυτά τα πράγματα. Αλλά τυράννια, ε; Σηκωνόμασταν πρωί πρωί κι όλα τα κρεβάτια ήταν γεμάτα πέτρες. Παίρναμε τη σκάλα, ανεβαίναμε, πιάναμε την πέτρα, τη σηκώναμε κι ο άλλος την έπαιρνε επάνω. Πού να τα κάνουν τώρα αυτά οι δικοί μας. Με τα χέρια μας το χτίσαμε εγώ, ο μπαμπάς μου κι ο αδερφός μου. Μ’ είχαν βάλει κι εμένα κι έχτιζα.

Ποιος άλλος βοήθησε; Θυμάσαι ονόματα;
Πολλοί. Ήρθε κόσμος απ’ το χωριό. Ο Μανώλης ο Κακκούλης – πέθανε. Του Λουιζάκου του Μανδραλή ο μπαμπάς, ο Δημήτρης ο Μανδραλής. Τη σκεπή την έφτιαξε ο Τζιτζιλής μαζί με τον Γιάννη τον Καραγιάννη (Φκιαράς) και τον Σακούλα. Κρεμαστή η σκεπαστή, οι νταμπανωσιές συνδεδεμένες. Δίρριχτη. Έκανα κι εγώ πολλές σκεπές. Τώρα δεν μπορούμε να ανεβούμε… Ανεβαίναμε τη σκάλα…Τυράννια.

Πόσων χρονών είσαι τώρα, Γρηγόρη;
Εβδομήντα έξι. Κανονικά θα πάρω τα εβδομήντα εφτά. Στις 27 του Γενάρη του ’40 γεννήθηκα. Μόλις πάει 27 ο μήνας, τα καβάλησα τα εβδομήντα εφτά.

Αν ξανάρχιζες από την αρχή, θα άλλαζες δουλειά ή θα έκανες την ίδια; Πέρασες καλά όλ’ αυτά τα χρόνια με τον κινηματογράφο;

Καλά πέρασα, αλλά από τη στιγμή που σταμάτησε η δουλειά, γύρισα πάλι στην παλιά τέχνη. Οικοδομή. Τυράννια. Έζησα με την οικοδομή. Το κτίριο αυτό που έχει ο Χατζητσόλης, το έχτισα μόνος μου. Δούλευα αλλού, σ’ έναν εργολάβο, κι έπαιρνα τις σκαλωσιές και το έχτισα. Το απόγευμα που είχα ευχέρεια έφτιαχνα κι από ένα ντουβάρι. Την άλλη μέρα πάλι. Αυτά έγιναν από το ’74 και μετά, που τέλειωσε ο κινηματογράφος. Το ’74 δεν ήταν; Ξεχνάω. Πότε έγινε το κανάλι, που φέρναμε το νερό απ’ το βουνό; Δυο τρία χρόνια μετά.

Και μετά το σινεμά το δούλευες συμπληρωματικά;
Ναι. Το πρωί πήγαινα στη δουλειά ως τις δύο ή ως στις τρεις και το απόγευμα έπαιζα ταινία. Ύστερα έβαλα και ροδάκινα. Ξέχωρα ότι είχα και μικρά παιδιά. Θα τα ’χω να τρέχουν εδώ κι εκεί; Είπα θα βάλω δέντρα και θα τ’ απασχολήσω κι αυτά εκεί. Κράτησα τα δέντρα καμιά δεκαριά χρόνια και παραπάνω.

Πότε παίχτηκε η τελευταία ταινία;
Δεν θυμάμαι. Έπρεπε να κρατάμε στοιχεία, αλλά ήμασταν αγράμματοι.

Το σίγουρο είναι ότι το ’94 που ήρθε το Πνευματικό Κέντρο στη θέση που είναι σήμερα, σταμάτησε κι ο κινηματογράφος. Οπότε γύρω στο ’93.
Ως τότε, όλες οι εκδηλώσεις στο σινεμά μου γίνονταν. Αλλά αφότου έγινε αίθουσα κινηματογράφου στο Πνευματικό, εγώ τι να έκανα; Αναγκάστηκα να το νοικιάσω για άλλη χρήση.

Όμως συνέχισες να είσαι μηχανικός κινηματογράφου, στο Κινηματογραφικό Τμήμα του Μορφωτικού Ομίλου.
Ναι, έπαιξα κάμποσα χρόνια. Και τότε έτυχε, το 2001, κι έσπασα τον γοφό. Αλλιώς ερχόμουν κι έπαιζα.

Μόνο μία ταινία δεν έπαιξες στο Πνευματικό. Την παίξαμε εγώ, ο Ι. Χαλκιάς κι ο Γ. Μαλέτσκος από τα Σέρβια.
Ναι. Με τον Μαλέτσκο συνεργαζόμασταν και πιο παλιά. Πολλές ταινίες τις έπαιζα τρεις τέσσερις μέρες εγώ εδώ. Ύστερα πήγαινα την ταινία στα Σέρβια κι έπαιρνα την ταινία που παιζόταν εκεί. Για το κόστος. Δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε.

Πολιτικές εκδηλώσεις γίνονταν στην αίθουσα;

Ναι. Απ’ όλα τα κόμματα. Συνήθως το ΠΑΣΟΚ έβαζα. Αλλά δεν είδα φράγκο. Κακό είδα, καλό δεν είδα.

Από τότε φαίνονταν… (γέλια).
Κι από τη Νέα Δημοκρατία έρχονταν. Θυμάμαι ήταν τότε ο τρανός, ο Γούλας ο Καραβαγγέλας, του Χαρίση ο μπαμπάς. Ήταν στο κόμμα αυτός. Για τα πολιτικά, που λες: θυμάμαι ότι κάποια στιγμή πήγα στην Κοζάνη να φτιάξω κάτι για τη μηχανή. Και τότε ακούστηκε ότι κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Και μου λέει ο μηχανικός: «Κάνε ό,τι είναι να κάνεις και φύγε για το σπίτι σου». Ήρθα απ’ την Κοζάνη με τα πόδια. Στον Βαθύλακκο βρήκα τον Καστανάρα και μας έφερε μέχρι τη γέφυρα. Εκεί βρίσκω αυτόν τον Ενωμοτάρχη που τον είχα πετάξει κάτω. Στο μεταξύ, εκεί πάνω στου Χατζή, εκεί που είναι τώρα τα έπιπλα, εμείς είχαμε γραφείο. Εκεί είχαμε όλα τα ονόματα. Ήμασταν πολλοί τότε. Ευτυχώς πήγε και μάζεψε όλα τα χαρτιά ο Γιάννης ο Ευαγγελόπουλος, αλλιώς θα μας έβαζαν όλους μέσα. Το ’67 αυτά, με τη χούντα.

Είχε έρθει ποτέ να μιλήσει στην αίθουσα κάποιος γνωστός πολιτικός;

Ο Μητσοτάκης – ο μεγάλος. Από ηθοποιούς: ο Νίκος ο Απέργης, θυμάμαι. Καλός ηθοποιός, αλλά πέθανε νέος.

Με τον φωτο-Νίκο είχατε καμιά σχέση; Αγαπούσε τις φωτογραφίες, αλλά το σινεμά;
Όχι. Αυτός έφυγε νωρίς, πήγε στην Κατερίνη. Δεν ασχολούνταν με το σινεμά.

Πόσες θέσεις είχε ο κινηματογράφος;
Ο παλιός δεν είχε καθίσματα, είχε ψάθες. Δεν χωρούσε πολλά άτομα. Ο καινούριος ήταν μεγάλος, χωρούσε 190 άτομα. Είχε δύο διαδρόμους στις άκρες. Πίσω είχε χώρο και μπροστά σκηνή. Τα καθίσματα ήταν πτυσσόμενα.

Όταν φτιάξατε τον καινούριο κινηματογράφο, πώς κάνατε τα σχέδια; Τα κάνατε μόνοι σας ή αντιγράψατε κάποια άλλη αίθουσα;
Ήρθε μηχανικός και τα έβγαλε. Εμείς τετραγωνίσαμε το μέρος και μετά ήρθε ο μηχανικός και κανόνισε πού θα είναι η σκηνή, πού τα αποχωρητήρια κ.λπ. Θεωρεία δεν είχαμε. Μπορεί να γίνονταν κάποτε, αλλά από τη στιγμή που ήρθε η τηλεόραση και έπεσε η κίνηση, τέρμα.

Ένιωθες ποτέ ότι στο χωριό σε αντιμετώπιζαν με κάποια ιδιαίτερη εκτίμηση επειδή έκανες αυτή τη δουλειά;
Ε, ναι. Ιδίως τα κορίτσια! Έλεγαν τα κορίτσια: «Θα κάτσω εδώ, μια χαρά είναι. Σιγά μην πάω στον καπνό να σκάβω».

Φαντάροι από το στρατόπεδο στα Σέρβια έρχονταν;
Όχι, είχε σινεμά και στα Σέρβια. Ξέρεις, παλιά ο στρατός ήταν να έρθει εδώ, όχι στα Σέρβια. Αλλά το χάλασε ο μπαμπάς του Τάσιου του Βαρσαμή, ήταν γραμματέας τότε. Πολύ αυστηρός. Ήθελες άδεια να πας μέσα σ’ αυτόν. Και θα γινόταν εδώ ο στρατός, αλλά δεν ήθελε, έλεγε «Όχι, θα μας πάρουν τα κορίτσια».

Κάπως έτσι καταγράφεται η ιστορία του κινηματογράφου στο Βελβεντό.  Στις μέρες μας, οι ταινίες έρχονται στο σπίτι μας, μπροστά μας, στο τάμπλετ, στο λάπτοπ, στην τηλεόραση. Η τεχνολογία προχωρά και καλά κάνει, άλλωστε και ο κινηματογράφος επίτευγμα της τεχνολογίας είναι. Ο κινηματογράφος προσφέρει μια εμπειρία θεάματος με μια πιο κοινωνική διάσταση που όλοι μας έχουμε ζήσει και θα συνεχίσουμε να ζούμε. Μια ταινία μαζί με φίλους μπροστά στο μεγάλο λευκό πανί, με τον ήχο να διαπερνά τη σκοτεινή αίθουσα, είναι κάτι ξεχωριστό, σε κάνει να αισθάνεσαι μέρος της.

Γιάννης Γ. Παλαβός
Κώστας Π. Αγουράτσιος

Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Γρηγόρη Μπούλιου, από την ταινία Μακεδονικός Γάμος του Τάκη Κανελλόπουλου κι από το αρχείο του Μ.Ο.Β.