Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Παρασκευή 27 Μαΐου 2016

Το καμπαναριό του Βελβεντού.

χτισμένο το 1873 από Ζουπανιώτες μαστόρους (από τον Πεντάλοφο Βοίου).
48 φορές την ημέρα μας λέει την ώρα, σημείο αναφοράς και προσανατολισμού.
Τα σημάδια της ιστορίας είναι χαραγμένα ακόμα και σήμερα στις καλοδουλεμένες πέτρες του.















Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Συνέντευξη με τον Γιώργο Γκόγκο (ΦωτοΓκογκο)




Θα μπορούσε να πει κανείς πως η ιστορία της φωτογραφίας ξεκινά με την Camera Obscura. Οι πρώτες φωτογραφίες αποτελούν ουσιαστικά απλές προβολές εικόνων πάνω σε κάποια επιφάνεια. Ο Αριστοτέλης περιγράφει τον τρόπο που λειτουργεί η απλούστερη φωτογραφική μηχανή.
Ως πρώτη φωτογραφική "μηχανή" μπορεί να θεωρηθεί ένα σκοτεινό δωμάτιο ή κουτί (camera obscura) που στη μία άκρη διαθέτει μια γυαλιστερή επιφάνεια και στην απέναντι άκρη μία πολύ μικρή οπή. Σε μία τέτοια κατασκευή, οι ακτίνες του φωτός διαδίδονται μέσα από την οπή και σχηματίζουν πάνω στην επιφάνεια ένα είδωλο των αντικειμένων έξω από το δωμάτιο ή κουτί. 4ος π.Χ. αιώνας: (γύρω στο 350) .
Από εκεί και μετά αρκετοί ήταν αυτοί που ασχολήθηκαν με το θέμα μέχρι να φτάσουμε το 18ο αιώνα στον Γιόχαν Χάινριχ Σούλτσε (Johann Heinrich Schulze) και την Χημική φωτογραφία. Ωστόσο το 1826 έγινε για πρώτη φορά η αποτύπωση μιας εικόνας σε ένα μέσο (στερέωση) από τον Γάλλο ερευνητή  Νικηφόρο  Νιέπς (Nicéphore Niépce). Το 1833, έχουμε  την τελειοποίηση της μεθόδου από τον Λουί Ζακ Μαντ Νταγκέρ (Louis Jacques Mande Daguerre και τη μέθοδο της νταγκεροτυπίας, που είναι ουσιαστικά και η αρχή της φωτογραφίας όπως την γνωρίζουμε.
Πριν 15 χρόνια ξεκίνησα μια προσπάθεια να αντιγράψω- φωτογραφίζοντάς τες- παλιές φωτογραφίες από το Βελβεντό, με σκοπό να κάνω ένα αρχείο αλλά και να τις διασώσω γιατί ως γνωστών οι φωτογραφίες με τον καιρό σβήνουν και χάνονται. Τότε η παλιότερη φωτογραφία που μου εμπιστεύτηκε οικογένεια (με καταγωγή από το Καταφύγι ) είχε ημερομηνία 1885,  52 χρόνια μετά της πρώτης φωτογραφίας . Η δεύτερη αναφορά είναι μια φωτογραφία της οικογένειας Ι.  Παπαγεωργίου με ημερομηνία 1909 σε συνδυασμό με την φωτογραφική μηχανή του Γιατρού Θ. Παπαγεωργίου που χρονολογείτε το 1909 μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως υπήρχαν τα μέσα και η γνώση για την εμφάνιση και στερέωση φωτογραφιών στο Βελβεντό από το 1909 και τη εν λόγω οικογένεια.
Από εκεί και μετά υπάρχουν κάποιες του 1924 μέχρι να φτάσουμε στον ΦωτοΝίκο  και το αρχείο του. Σίγουρα στα συρτάρια και τα μπαούλα υπάρχουν και άλλες παλιές φωτογραφίες και ελπίζω σιγά - σιγά να εμφανιστούν για να μπορέσουμε να ταξιδέψουμε νοερά στο Βελβεντό παλιότερων εποχών. Μετά τον ΦωτοΝίκο η σκυτάλη πέρασε στα χέρια του Γιώργου Γκόγκου ή ΦωτοΓκόγκου τον οποίο φιλοξενούμε σε αυτό το φύλο της εφημερίδας.
Σήμερα όλοι είμαστε εν γένει φωτογράφοι μιας και όλοι κυκλοφοράμε με μια φωτογραφική μηχανή στην τσέπη μας. Παρόλα αυτά, αυτοί που ασχολούνται με την τέχνη της φωτογραφίας είναι λίγοι Ένα κομμάτι της ιστορίας της τέχνης αυτής ξεδιπλώθηκε στην κουβέντα που είχαμε με τον Γιώργο Γκόγκο ένα ανοιξιάτικο απόγευμα στο φωτογραφείο του.  
  


Πότε ξεκίνησες να ασχολείσαι με την φωτογραφία ;
Πριν να σου πω για την ενασχόληση μου με την φωτογραφία θα σου πω πρώτα λίγα πράγματα για το βιογραφικό μου .

Αυτό ακούγετε ενδιαφέρον.
Όπως ξέρεις εγώ κατάγομαι από τον Πύργο το χωριό δίπλα από τον Βαθύλακο.   Τελειώνοντας το Δημοτικό σχολείο στον Πύργο πήγα μια χρονιά στο Γυμνάσιο, στο «Βαλταδώρειο» στην Κοζάνη. Δεν είχα τις βάσεις για να συνεχίσω και έπειτα κάθισα δύο χρόνια στο χωριό και βοσκούσα πρόβατα. Κάποια στιγμή λέω στον πατέρα μου «θα πάω στην Κοζάνη να βρω δουλειά». Εκείνος προσπαθούσε να με σταματήσει,  με τα πολλά πήγα στην Κοζάνη και έπιασα  δουλειά στο φούρνο του Ιορδανίδη. Ο φούρνος μετά από λίγο καιρό έκλεισε λόγω συνταξιοδότησης του ιδιοκτήτη και έπειτα έπιασα δουλειά στο Βατερό σε ένα άλλο φούρνο. Μια μέρα το αφεντικό με έστειλε στο «Ερμιόνιο» στον Παύλο Γιαταγαντζίδη για να εισπράξω κάποια χρήματα από ψωμιά  που είχε αγοράσει. Αυτός πάνω στην κουβέντα με ρώτησε που δουλεύω και αν ήθελα να ξεκινήσω να δουλεύω σαν βοηθός σερβιτόρου στο Ερμιόνιο. Έτσι άλλαξα δουλειά, στην αρχή σαν βοηθός και αργότερα σαν σερβιτόρος.  Μετά από λίγο καιρό η αδερφή μου η Βαγγελή παντρεύτηκε στο Βελβεντό, γνώρισα την γυναίκα μου – γιατί είναι γειτονιά με την αδερφή μου – παντρευτήκαμε και έτσι ήρθα και εγώ εδώ στο Βελβεντό.   

Έτσι λοιπόν από τον Πύργο και την Κοζάνη έφτασες στο Βελβεντό. Προφανώς έπρεπε να βρείς και εδώ κάποια δουλειά.
 Στο Βελβεντό η πρώτη δουλειά που έκανα λόγω και της εμπειρίας που είχα ήταν σερβιτόρος στο Μετόχι. Τότε το Μετόχι το είχε ο Ασμής. Μετά από τον Ασμή το Μετόχι το πήρε ο Βαρσαμής. Εγώ άρχισα να δουλεύω εδώ στην πλατεία στο «Στέκι» του Χατζημανώλη. Έπειτα το Μετόχι το πήρε ο Χατζημανώλης με τον Γκιούρο και έτσι επέστρεψα και πάλι στο Μετόχι. Εκεί κάποια στιγμή , μια Καθαρά Δευτέρα είχε έρθει ο ΦωτοΝίκος, ο Νίκος ο Παπαμίχος.

 

Φτάσαμε λοιπόν στην φωτογραφία. Για να ακούσουμε την υπόλοιπη ιστορία.
Ήρθε ο Νίκος εκεί ζωσμένος με τις φωτογραφικές του μηχανές και τον ρωτάω:
-τι έγινε ρε Νίκο πώς από εδώ;
-να μου ζήτησε ο Μορφωτικός να βγάλω μερικές φωτογραφίες για να βάλουν στην εφημερίδα.
-πως τα πας;
-θέλω να τη δώσω τη δουλειά αλλά δεν μπορώ.
Το μαγαζί το είχε ήδη κλείσει.
Τον ρωτάω :
-Εγώ μπορώ να την κάνω αυτή τη δουλειά;
- Εσύ; Εσένα σε γνωρίζουν και οι πέτρες, όλη μέρα είσαι μέσα στον κόσμο, θα σε βοηθήσω και εγώ και να είσαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις.

Έτσι έγινε η αρχή.
Νοίκιασα το πρώτο μαγαζί εδώ δίπλα στου Λάπα, απέναντι από το Πνευματικό Κέντρο  και σιγά -σιγά ξεκίνησα να δουλεύω και με την βοήθεια του γιού μου του Κώστα που ήταν τότε έκτη Δημοτικού.   Άρχισα να πάω με την φωτογραφική μηχανή σε κάθε εκδήλωση και να βγάζω φωτογραφίες. Τότε δεν υπήρχαν πολλές φωτογραφικές μηχανές και κινητά τηλέφωνα όπως σήμερα. 

 
Από τον εξοπλισμό του ΦωτοΝίκου τι πήρες;
Το μαγαζί σαν κτήριο ο ΦωτοΝίκος το είχε πουλήσει στον Ν. Τριβιάη, εγώ πήρα τα μηχανήματα, δύο φωτογραφικές μηχανές, τον εκτυπωτή ασπρόμαυρων φωτογραφιών και γενικά όλο τον εξοπλισμό του σκοτεινού θαλάμου. Όλη την δουλειά στον σκοτεινό θάλαμο την είχε μάθει ο γιός μου ο Κώστας, αυτός τα έκανε όλα.  Εγώ ήμουν επαγγελματίας σερβιτόρος και αργότερα αγρότης, η μεγάλη μου αγάπη ήταν ο αθλητισμός, έτσι ακολουθούσα   την ομάδα του Βελβεντού και ταυτόχρονα έβγαζα και φωτογραφίες. Πολλές φορές άκουγα και λόγια παρόλο που δεν χρέωνα πάντα για τις φωτογραφίες στα δελτία κλπ. αλλά ξέρεις έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Κάποια στιγμή αποφάσισα και έβαλα υποψηφιότητα στο συμβούλιο του αθλητικού συλλόγου, λόγω του ότι ήμουν γνωστός  και αγαπητός σε όλους βγήκα πρώτος σε σταυρούς , Πρόεδρος όμως έγινε ο Καραπακλίδης ο γιατρός. Εκείνη τη χρονιά η ομάδα έφτασε να παίξει στον τελικό με την ομάδα της Φλώρινας στο γήπεδο της Πτολεμαίδας . Στον αγώνα αυτό είχαμε πάει 2000 άτομα από το Βελβεντό παρόλο που έβρεχε γινόταν χαμός, δυστυχώς χάσαμε στην παράταση αφού είχαμε χάσει και ένα πέναλτι.

Με λίγα λόγια η φωτογραφία σε βοήθησε να γίνεις  διάσημος  
Ναι μετέπειτα ασχολήθηκα και με τον συνεταιρισμό έβαλα υποψηφιότητα  πρώτα στο εποπτικό και μετά στο Διοικητικό. Και εκεί ήμουν στις πρώτες θέσεις  παρόλο που πολλές φορές με αποκαλούσαν χωριάτη. Για εμένα αυτό ήταν τιμή γιατί εγώ στο Βελβεντό δεν ήρθα σαν ξένος, ποτέ δεν ένοιωσα ξένος , εδώ παντρεύτηκα, εδώ έκανα οικογένεια, εδώ δούλευα  χωρίς ποτέ να αρνούμαι τις ρίζες μου. 

Πες μας λίγα λόγια για τον τρόπο που δούλευες
Να σου πω, πολλές φορές πήγαινα στο Μετόχι με τις μηχανές για φωτογραφίες από εκεί κάποιος έλεγε πως είναι μια παρέα  στο Σκεπασμένο, ξεκινούσα και σιγά σιγά με τα πόδια έφτανα και εκεί. Στο δρόμο αν έβλεπα κάποιον να κάνει καμιά δουλεία στα χωράφια τον έβγαζα και αυτόν. Μια τέτοια μέρα έβγαζα 50-60 φωτογραφίες. Τα σαββατοκύριακα  σε όλα τα μαγαζιά ξενύχτη μέχρι το πρωί, αλλά και σε όλες τις γιορτές, Πρωτομαγιά, Πάσχα, παντού σε όλες τις παρέες όπου έψηναν τότε πήγαινα και εγώ. 

Το φωτογραφείο από όσο θυμάμαι δεν ήταν πάντα σε αυτόν εδώ τον χώρο.
Ναι, ξεκίνησα από του Λάππα (απέναντι από το Πνευματικό Κέντρο) το 1975 μετά πήγα στου Γρηγόρη του Μπούλιου (σήμερα σούπερ μάρκετ Χατζητσόλη), μετά από εκεί μετακόμισα στου Χαρίση Τσιτσιώκα (σήμερα οπωροπωλείο) για 7-8 χρόνια και μετά από εκεί ήρθαμε εδώ, αυτά τα τέσσερα  μαγαζιά άλλαξα.

Την πρώτη μηχανή μου πάντως εγώ την αγόρασα από το μαγαζί σας όταν ήσασταν στου Τσιτσιώκα μια Agfamatic 55c, τότε πήγαινα στην Πέμπτη Δημοτικού.
Αυτή είναι η ιστορία με τα μαγαζιά, από την ημέρα που βγήκα στη σύνταξη το μαγαζί πέρασε στην νύφη μου την Δήμητρα που το λειτουργεί μέχρι σήμερα.

Θυμάσαι κάποια περίεργη ιστορία από όλα αυτά τα χρόνια που αξίζει να αναφέρουμε;
Εγώ πήγαινα παντού σε όλες τις εκδηλώσεις και σε όλα τα διάσημα πρόσωπα που ερχόταν στο Βελβεντό. Θυμάμαι ένα  χαρακτηριστικό γεγονός με τον Γιώργο τον Δαβιδόπουλο που ήταν υποψήφιος βουλευτής και παλιότερα ήμασταν και συμμαθητές στο Γυμνάσιο. Είχε έρθει για μια προεκλογική συνάντηση στον κινηματογράφο του Μπούλιου και με φώναξε
-          άιντε ρε Γκόγκο κλείσε το μαγαζί  και έλα να μας βγάλεις καμιά φωτογραφία
-          θα το κλείσω αλλά κανόνισε «εν τη παλάμη»
τέλος πάντων έβγαλα τις φωτογραφίες και όταν ξαναήρθε αφού είχε εκλεγεί πλέον Βουλευτής του λέω Γιώργο οι φωτογραφίες είναι έτοιμες, και μου απαντά έλα μωρέ με τι ασχολείστε τώρα …   Τέτοια περιστατικά είχα αρκετά, το θέμα για εμένα όμως είναι πως την δουλειά αυτήν την αγάπησα παρόλο που ασχολήθηκα σχετικά μεγάλος σχεδόν στα τριάντα πέντε μου χρόνια, μου άρεσε που είχα να κάνω πάντα με κόσμο.

Άλλες φωτογραφικές μηχανές αγόρασες μετά από αυτές που πήρες από τον ΦωτοΝίκο;
Αγοράσαμε αρκετές, κάποιες από αυτές τις δίναμε για ανταλλαγές για να πάρουμε καινούριες, κάποιες τις έχουμε ακόμα και τελικά ασχοληθήκαμε μετέπειτα και με το Βίντεο κυρίως ο γιός μου ο Κώστας και η νύφη μου η Δήμητρα.   Όλα αυτά τα χρόνια δουλέψαμε με τις παρακάτω μηχανές : Konica Διοπτρικές (2), Lupiter (1), Yashica 6X6 (1), Yashica electro 35 (2), Canon Ftb(1), Canon AE1 (1), Canon A1 (1), Pentax K 1000 (1), Pentax ME Super (1), Canon EOS 5 (2), Canon EOS 5d (1), Canon EOS 5d MK II (1), Canon EOS 5d MK ΙII (1).

Φαντάζομαι πως το αρχείο με τα αρνητικά των φωτογραφιών το κρατάτε κανονικά.
Ναι το αρχείο το κρατάμε κανονικά, δυστυχώς όμως ένα μεγάλο μέρος του – το σπουδαιότερο – καταστράφηκε κατά την μετακόμιση του μαγαζιού, κυρίως ασπρόμαυρα φιλμ και πλάκες σχεδόν πέντε χρόνια από το αρχείο.

Θυμάσαι κάποιον  άλλο φωτογράφο που να δούλευε στο Βελβεντό εκτός από τον ΦωτοΝικο ;
Ερχόταν μερικές φορές ένας πλανόδιος φωτογράφος από την Κοζάνη, αυτός λεγόταν Παπαγιάννης , άλλον δεν θυμάμαι.

Αυτή είναι η ζωή μου σαν φωτογράφος στο Βελβεντό με το φωτογραφείο  και την αγροτιά έζησα εγώ και η οικογένειά μου όλα αυτά τα χρόνια.



Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Στο Βελβεντό, ένα μικρό «θαύμα» ξαναγεννιέται

ΣΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ



 Η Ανέτ Σλουμπερζέ με τους μικρούς βιβλιόφιλους του Βελβεντού
(αρχείο Μορφωτικού Ομίλου Βελβεντού).

 «Επιτέλους στο Βελβεντό. Υψόμετρο 600 μ. Ο αέρας είναι ελαφρύς και μέσα στη βιβλιοθήκη βασιλεύει η χαρά. [...] Κάθομαι μαζί με τον δήμαρχο σ’ ένα από τα τραπέζια των παιδιών και μιλάμε για τα διάφορα προβλήματα και για το μέλλον του χωριού. [...] Πριν φύγουμε, μου λέει: «Η βιβλιοθήκη δεν πρέπει να περιορίζεται στην ανάγνωση βιβλίων. Δημιουργεί ομάδες… Είναι ένα κέντρο, ένας πυρήνας, όπου αναπτύσσονται οι ανθρώπινες σχέσεις. Δεν πρόκειται για ρομαντικές ουτοπίες, αλλά για συγκεκριμένες εμπειρίες. Οπου τα παιδιά γίνονται ικανά να συμμετέχουν στη διαμόρφωση της κοινωνίας του Αύριο».

Αυτά ήταν τα λόγια της Γαλλίδας Ανέτ Σλουμπερζέ, η οποία αγαπούσε την Ελλάδα, το 1984. Ενα χρόνο πριν είχε ιδρύσει 22 παιδικές και εφηβικές βιβλιοθήκες σε απομακρυσμένες και αγροτικές περιοχής της Ελλάδας, από τις Φέρες του Εβρου μέχρι τον Πύργο της Κρήτης, σε συνεργασία με τον τότε υπουργό Γεωργίας Κώστα Σημίτη. Ποτέ της δεν έκρυψε την αδυναμία της για τη μικρή βιβλιοθήκη του Βελβεντού, την οποία επισκεπτόταν κάθε χρόνο μέχρι τα βαθιά της γεράματα. «Για μένα το Βελβεντό θα μπορούσε να είναι πρότυπο μιας δυσεύρετης ευτυχίας», συνήθιζε να λέει.

Η Σλουμπερζέ χρηματοδοτούσε και συντηρούσε τις βιβλιοθήκες μέχρι τον θάνατό της το 1993, οπότε και πέρασαν στην ελληνική πολιτεία με τον Οργανισμό Παιδικών και Εφηβικών Βιβλιοθηκών. Η βιβλιοθήκη «La joie par les livres» (Η χαρά των βιβλίων), που ίδρυσε το 1968 σε ένα υποβαθμισμένο προάστιο του Παρισιού, εξελίχθηκε στο Εθνικό Κέντρο Παιδικού Βιβλίου. Αντιθέτως, το «δώρο» που έκανε στην Ελλάδα απαξιώθηκε σταδιακά, και το 2010 το υπουργείο Παιδείας κατήργησε τον οργανισμό, με αποτέλεσμα τον μαρασμό των περισσότερων βιβλιοθηκών.

Την ίδια μοίρα είχε και η Παιδική Βιβλιοθήκη του Βελβεντού, η οποία υποδεχόταν περίπου 120 βιβλιόφιλους πιτσιρικάδες καθημερινά, ανάμεσά τους και τον διηγηματογράφο Γιάννη Παλαβό, που κατάγεται από τη μικρή κωμόπολη της Κοζάνης: «Στη βιβλιοθήκη άρχισα ν’ ανακαλύπτω έναν κόσμο με πολλαπλές δυνατότητες για γνώση και διασκέδαση», σημειώνει. Εξι χρόνια μετά το κλείσιμό της, η Παιδική Βιβλιοθήκη ετοιμάζεται να επαναλειτουργήσει χάρη στην κινητοποίηση μιας ομάδας πολιτών που ευαισθητοποίησε ομογενείς Βελβεντινούς στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, οι οποίοι θα στηρίξουν οικονομικά τη Βιβλιοθήκη με τη συνδρομή του Δήμου Σερβίων-Βελβεντού. «Η Βιβλιοθήκη ήταν πύλη προς την Ευρώπη για τα παιδιά του τόπου μας και ελπίζουμε ότι δεν θα ξανακλείσει», τονίζει το μέλος της ομάδας Φίλων της Παιδικής Βιβλιοθήκης, Γιώργος Τσιουκάνης, ο οποίος είχε υποδεχθεί την Ανέτ Σλουμπερζέ το 1984 ως δήμαρχος Βελβεντού. Η βιβλιοθήκη θα ανοίξει τις πύλες της στις αρχές Μαρτίου με 7.500 τίτλους βιβλίων. Χάρη στην οικογένεια Σλουμπερζέ, συνεχίζει τη λειτουργία της και η Παιδική Βιβλιοθήκη του Δήμου Νέας Ερυθραίας.

Φίλη του Μιτεράν

Μέλος της γνωστής οικογένειας βιομηχάνων που έφεραν επανάσταση στην αγορά πετρελαιοειδών, προσωπική φίλη του Φρανσουά Μιτεράν, ήρθε στη χώρα μας για διακοπές τη δεκαετία του ’50 και δέθηκε με τον τόπο. Η Ανέτ Σλουμπερζέ περνούσε τα καλοκαίρια στον Αγιο Αιμιλιανό στο Πόρτο Χέλι, αγαπούσε την τέχνη και ιδιαίτερα τα έργα του Ερνστ και του Τάκι και προσπάθησε, μετά τη Μεταπολίτευση, να μεταφέρει την αγάπη της για το βιβλίο στην Ελλάδα, ενώ προσέφερε και πολλές υποτροφίες σε Ελληνόπουλα που δεν είχαν τη δυνατότητα να σπουδάσουν.

Πηγή: www.kathimerini.gr
www.kathimerini.gr/849134/article/epikairothta/ellada/sto-velvento-ena-mikro-8ayma-3anagennietai

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2016

Η Υπαπαντή του Κυρίου και η Ημέρα της Μαρμότας




«Καλοκαιρία της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» και «Ο,τι καιρό κάνει της Παπαντής, θα τον κάμει σαράντα μέρες».

Σύμφωνα με την παράδοση, αν η μαρμότα δει τη σκιά της, τότε ο χειμώνας θα διαρκέσει για περίπου άλλες έξι εβδομάδες. Αν έχει συννεφιά και δεν τη δει, τότε ο ερχομός της άνοιξης θα έρθει γρηγορότερα.



Δεσποτική εορτή της Χριστιανοσύνης, σε ανάμνηση της έλευσης του μικρού Χριστού από τους γονείς του στον Ναό των Ιεροσολύμων και της υποδοχής του από τον πρεσβύτη ιερέα Συμεών. Εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου, μαζί με την ανάμνηση του γεγονότος του καθαρισμού της Παναγίας από τη λοχεία (σαραντισμός). Η Υπαπαντή του Κυρίου είναι μία από τις 12 μεγάλες εορτές της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας («Δωδεκάορτον»). Στον αγγλόφωνο κόσμο είναι γνωστή ως Candlemas. Η λέξη Υπαπαντή σημαίνει προϋπάντηση στην κοινή ελληνιστική. Στις 2 Φεβρουαρίου έχουν την ονομαστική τους εορτή η Υπαπαντή, ο Παναγιώτης, η Μαρία και η Δέσποινα.
Το εκκλησιαστικό γεγονός της Υπαπαντής του Κυρίου, που εξιστορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς (β΄, 22-38), συνέβη σαράντα ημέρες μετά τη γέννηση του Ιησού. Επειδή, σύμφωνα με το μωσαϊκό νόμο, ήταν το πρώτο παιδί της οικογένειας και μάλιστα αγόρι, έπρεπε να αφιερωθεί στον Θεό και συγχρόνως οι γονείς να προσφέρουν σε Αυτόν μία μικρή θυσία από ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Το ζευγάρι του Ιωσήφ και της Μαρίας προϋπάντησε στο ναό ο υπερήλικας Συμεών, ο οποίος δέχθηκε τον Ιησού στην αγκαλιά του, η οποία φωτίστηκε από το Άγιο Πνεύμα. Ο πρεσβύτης ιερέας είχε λάβει υπόσχεση από τον Θεό ότι δεν θα πεθάνει, προτού δει τον Χριστό και Τον ευχαρίστησε με τα λόγια:

Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη,
ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου,
ό ητοίμασας κατά το πρόσωπον πάντων των λαών,
φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ.

Αρχικά, η Υπαπαντή γιορταζόταν στον βυζαντινό κόσμο στις 14 Φεβρουαρίου. Ήταν μία μάλλον μικρή θρησκευτική εορτή, την οποία ανήγαγε σε δεσποτική ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός το 542 και επέβαλε να εορτάζεται στις 2 Φεβρουαρίου, προκειμένου να ζητήσει τη μεσιτεία του Κυρίου για ένα λοιμό που είχε ενσκήψει στην επικράτειά του. Σήμερα, μόνο η Αρμενική Εκκλησία τιμά την Υπαπαντή στις 14 Φεβρουαρίου, ενώ όσοι Χριστιανοί ακολουθούν τον Ιουλιανό Ημερολόγιο («παλαιοημερολογίτες») γιορτάζουν την Υπαπαντή στις 15 Φεβρουαρίου. Με ιδιαίτερη λαμπρότητα γιορτάζεται η Υπαπαντή του Κυρίου στην Καλαμάτα, όπου πανηγυρίζει ο ομώνυμος Ναός. Οι θρησκευτικές εκδηλώσεις ξεκινούν στις 27 Ιανουαρίου και ολοκληρώνονται στις 9 Φεβρουαρίου.
Την ημέρα της Παναγίας της Παπαντής αργούν οι μυλωνάδες της Κρήτης. Τιμούν την Παναγία τη Μυλιαργούσα, που την έχουν για προστάτιδά τους. Την αργία τηρούν και οι αγρότες για να μην πέσει χαλάζι και καταστρέψει τη βλάστηση. Χαρακτηριστικές και οι μετεωρολογικού περιεχομένου παροιμίες της ημέρας: «Καλοκαιρία της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» και «Ο,τι καιρό κάνει της Παπαντής, θα τον κάμει σαράντα μέρες».




Η Ημέρα της Μαρμότας


Το μετεωρολογικό έθιμο που ακολουθείται πιστά από τον 18ο αιώνα με πρωταγωνιστή ένα χαριτωμένο θηλαστικό

Κάθε χρόνο από το 1886, ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων πάνω από 40.000, συγκεντρώνεται το πρωί της 2ης ημέρας του Φλεβάρη, στο Punxsutawney της Πενσιλβάνια προκειμένου να παρακολουθήσουν ένα ζώο που φέρει την ονομασία μαρμότα, (ένα είδους σκίουρου) να προβλέπει τον καιρό για τις επόμενες εβδομάδες.
Σύμφωνα με την παράδοση, αν η μαρμότα δει τη σκιά του, τότε ο χειμώνας θα διαρκέσει για περίπου άλλες έξι εβδομάδες. Αν έχει συννεφιά και δεν τη δει, τότε ο ερχομός της άνοιξης θα έρθει γρηγορότερα.
Δηλαδή, αν η μαρμότα βγει από τη φωλιά του και αποτύχει να δει τη σκιά του, εξαιτίας του νεφελώδους καιρού, ο χειμώνας σύντομα θα τερματισθεί. Αν η ημέρα είναι ηλιόλουστη και η μαρμότα δει τη σκιά της και μπει αμέσως στη φωλιά της, ο χειμώνας θα παραταθεί για έξι ακόμα εβδομάδες.
Η παράδοση έφτασε στις ΗΠΑ από Γερμανούς μετανάστες τον 18ο αιώνα. Πάντως, έρευνα της Εθνικής Υπηρεσίας Κλιματικών Δεδομένων των ΗΠΑ έδειξε ότι οι επιτυχημένες προβλέψεις της μαρμότας δεν ξεπερνούν το 39%.
Η Ημέρα της μαρμότας, έγινε ευρέως γνωστή από την ομώνυμη ταινία του 1993 (Groundhog Day)με τον Μπιλ Μάρεϊ.

ΠΗΓΗ:
www.sansimera.gr/articles/596#ixzz3z2K4W8wq
www.newsbeast.gr/world/arthro/784922/ti-einai-i-perifimi-imera-tis-marmotas

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2016

Συνέντευξη με τον Γρηγόρη Μπούλιο



Κινηματογράφος «Ερατώ»

Από την πρώτη δημόσια κινηματογραφική προβολή των αδερφών Λυμιέρ το 1895 στο Παρίσι μέχρι σήμερα έχουν περάσει από τα ράουλα των κινηματογραφικών μηχανών ανά τον κόσμο εκατομμύρια χιλιομέτρων κινηματογραφικού φιλμ. 

Στο Βελβεντό, το βάρος του κινηματογραφικού θεάματος σήκωσε ο κινηματογράφος «Ερατώ», ιδιοκτησίας του κ. Γρηγόρη Μπούλιου. Η Ερατώ, μούσα της λυρικής ποίησης και των ύμνων, συντρόφευε τις προβολές της έβδομης τέχνης για περισσότερα από τριάντα χρόνια στο Βελβεντό. Ο κινηματογράφος του κ. Μπούλιου μαζί με το κινηματογραφικό τμήμα του Μορφωτικού Ομίλου Βελβεντού έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην κινηματογραφική ψυχαγωγία  των Βελβεντινών. 
Στις μέρες μας, οι νέες τεχνολογίες έχουν παραγκωνίσει τον κινηματογράφο, τουλάχιστον για τα μικρά μέρη σαν το δικό μας (κυρίως λόγω υψηλού κόστους), μιας και στις πόλεις οι κινηματογράφοι έχουν αναβαθμιστεί προσφέροντας νέες εμπειρίες θεάματος στους σινεφίλ.

Κάναμε μια χαλαρή κουβέντα με τον Γρηγόρη στο Πνευματικό Κέντρο για να καταγράψουμε την πορεία του κινηματογράφου μέσα από τα μάτια του ανθρώπου που για χρόνια κοιτούσαν τις ταινίες μέσ’ από το μικρό παραθυράκι πάνω από τα κεφάλια μας. Ο Γρηγόρης είναι ο άνθρωπος που έχει δει όσες ταινίες έχουν προβληθεί στο Βελβεντό από το 1964 μέχρι σήμερα, εκτός από δύο. Ιστορία μιας ζωής σαν ταινία. Στ’ αυτιά μας ακόμα ακούγεται ο ήχος του κινηματογράφου: Γκλινγκ, γκλονγκ – γκλινγκ, γκλονγκ. Σκοτάδι… Η ταινία αρχίζει.


Πότε ξεκίνησες με το σινεμά, Γρηγόρη;
Το 1963 με 1964.

Πόσων χρονών ήσουν τότε;
Το 1963 ήμουν είκοσι τριών χρονών, μόλις είχα απολυθεί από τον στρατό, τότε φαντάροι πηγαίναμε στα είκοσι ένα. Την μηχανή την πήραμε από τον Γιάννη Χατζή, την είχε μαζί με τον Σάκη τον Κοτρώτσιο. Εμείς τότε είχαμε το μαγαζί αυτό που έχει τώρα ο Αντώνης ο Χατζητσόλης, το φτιάξαμε και πήραμε τη μηχανή. Για να βρούμε τα χρήματα να την αγοράσουμε, πουλήσαμε ένα οικόπεδο. Η μηχανή μάς κόστισε 20.000 δραχμές, πολλά λεφτά για τότε. Ο Χατζής τότε είχε προβλήματα λόγω φρονημάτων, καταλαβαίνετε, οι εποχές ήταν τέτοιες, έπειτα έβαλε τον γαμπρό του τον Κουτρώτσιο μπροστά, αλλά είχαν πολύ κυνηγητό και με τα πολλά αναγκάστηκαν να την πουλήσουν. 



Τι μάρκα ήταν η μηχανή;
Cinemeccanica με λάμπα. Εμείς είχαμε το μαγαζί, το φτιάξαμε κατάλληλα με ψάθινες καρέκλες και παίζαμε ταινίες εκεί. Μετά φτιάξαμε το άλλο κτίριο, αυτό που είναι μέχρι τώρα. Αυτό είναι όλο πέτρινο, κουραστήκαμε πολύ να το φτιάξουμε. 

Θυμάσαι ποια είναι η πρώτη ταινία που παίχτηκε στο σινεμά σας;
Δυστυχώς, όχι. Συνήθως τότε παίζαμε ελληνικές ταινίες, τις πιο πολλές φορές με φουστανέλες. Αυτά αγαπούσε ο κόσμος. 

Νωρίτερα υπήρχε κάποιος που έκανε προβολές στο Βελβεντό;
Ναι, έρχονταν ξένοι, ερχόταν μια γυναίκα από τα Σέρβια και κάποιος από την Ξηρολίμνη –το όνομα του ήταν Βάϊος – κι έκανε προβολές σε διάφορα μαγαζιά, πάνω στου Σταμάτη (πάνω από την ταβέρνα «Εν Βελβενδώ») και στο καφενείο του Ιπποκράτη Σαμαρά μετέπειτα ιδιοκτησίας Μάρκου Ταίρη, εκεί που είναι σήμερα η καφετέρια «Εποχές». Επίσης εκεί που μέχρι πριν από λίγο καιρό ήταν το ΚΤΕΛ, στου Μαχτού, και αλλού. Πολλές φορές παίζανε και έξω, θερινό κινηματογράφο απάνω στου Βαρσαμή («Ρέμβη»).

Είχαν κόσμο αυτές οι προβολές; Πώς αντιδρούσαν οι θεατές;
Τότε δεν υπήρχαν πολλά κέντρα και καταστήματα κι ο κόσμος ερχόταν για να περάσει την Κυριακή, οπότε έβλεπαν την ταινία μία και δύο φορές. Έκανα δύο προβολές την ίδια μέρα. Τις περισσότερες φορές δεν υπήρχαν καθίσματα κενά και ο κόσμος έβλεπε όρθιος. Μετά άρχισα να έχω προβλήματα με την Αστυνομία. Με κυνηγούσαν γιατί έβαζα όρθιους και αυτό απαγορευόταν.

Την άδεια του μηχανικού προβολής από πού την πήρες, Γρηγόρη;

Έδωσα εξετάσεις στο υπουργείο Βορείου Ελλάδος τότε, στη Θεσσαλονίκη. Ολόκληρο σίριαλ. Για να έχω δικαίωμα συμμετοχής στις εξετάσεις, έπρεπε να έχω χαρτί από το Γυμνάσιο. Αναγκάστηκα να πάω στο Γυμνάσιο για μία τάξη στα είκοσι εννιά μου χρόνια, ώστε να μπορέσω να δώσω εξετάσεις για μηχανικός προβολής. Μετά από το υπουργείο, πήγαμε σ’ έναν κινηματογράφο για να δώσω εξετάσεις, για να κάνω μια δοκιμαστική προβολή και να δουν αν κατέχω το αντικείμενο. Μου έδωσαν μια ταινία και, μόλις τη βλέπω, τους λέω δεν την παίζω. «Γιατί;» με ρωτάνε.«Γιατί η ταινία είναι ανάποδα, αν την βάλω έτσι, τα κεφάλια θα περνάνε προς τα κάτω». Γύρισα την μπομπίνα στη ρουλέτα, την πέρασα στη μηχανή – μια τεράστια μηχανή που, παρόλο που δεν την ήξερα, τα κατάφερα κι έκανα την προβολή και μου έδωσαν το χαρτί.

Ποια ταινία σού άρεσε απ’ όλες αυτές που έπαιξες;
Μια τούρκικη, που λεγόταν Η γυναίκα ποτέ δεν ξεχνά. Μια γυναίκα κι ένας άντρας ερωτεύτηκαν, η γυναίκα έμεινε έγκυος και μετά τον άντρα τον πήραν στρατιώτη. Σκοτώθηκε στον πόλεμο κι έπειτα ο ίδιος ηθοποιός έπαιζε τον ρόλο του γιού του, κλάμα χαμός, όλος ο κινηματογράφος έκλαιγε. Μου άρεσαν και τα γουέστερν. 

Παίζατε πιο πολύ ελληνικές ή και ξένες ταινίες;
Παίζαμε πιο πολύ ελληνικές, αλλά και ξένες.

Ποιες ταινίες έκαναν πιο πολλά εισιτήρια; Ποιες ταινίες αγαπούσε ο κόσμος;
Ο κόσμος αγαπούσε να βλέπει διάσημους ηθοποιούς, όπως ο ΚλιντΙστγουντ (ClintΕastwood), ο ΤόνυΚέρτις (TonyCurtis) και ο ΟμάρΣαρίφ (OmarSharif). Θυμάμαι τότε ένα ινδιάνικο έργο, πάλευαν μέσα στο ποτάμι ένας Ινδιάνος μ’ έναν Αμερικάνο και κέρδισε ο Αμερικάνος, αλλά έπειτα οι Ινδιάνοι τους πετσόκοψαν. 

Κάνατε πρώτη και δεύτερη προβολή;
Όχι, μια ταινία είχαμε και την παίζαμε δυο φορές την ημέρα, πολλές φορές την παίζαμε και τρεις, αναλόγως τον κόσμο.

Πόσο καιρό κρατούσατε την ίδια ταινία;
Σχεδόν μια βδομάδα. Μετά που ήρθε η τηλεόραση κι έπεσε η δουλειά, συνεργαζόμασταν άτυπα με το άλλο σινεμά από τα Σέρβια, με τον Μαλέτσκο. Παίζαμε δύο ταινίες, μία ο ένας και μία ο άλλος, και μετά τις αλλάζαμε μεταξύ μας για να ρίξουμε το κόστος. 

Διάβαζα κάπου πως την εποχή του Ξανθόπουλου –το παιδί του λαού– κάποιοι άφηναν έξω από τα σινεμά ψωμί, λάδι κ.λπ., γιατί αυτός ήταν φτωχός. Έγινε εδώ κάτι παρόμοιο;
Μπα, όχι, εδώ δεν είχαμε τέτοια.   

Ταινίες ροζ περιεχομένου παίζατε; 

Οι ταινίες τότε είχαν άδεια, δηλαδή κάποιες απαγορεύονταν για άτομα κάτω των δεκαοχτώ ετών. Θυμάμαι μια ταινία με τον Ανέστη Βλάχο που λεγόταν Ο φόβος. Η ταινία αυτή είχε άδεια και κάποια στιγμή έδειχνε ένα αυτοκίνητο να κουνιέται, γιατί ένα ζευγάρι έκανε έρωτα μέσα σ’ αυτό. Εξαιτίας αυτής της ταινίας, έφαγε αποβολή όλο το Γυμνάσιο.  Φέρναμε και παιδικές ταινίες, πήγαινα στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, τις διαφήμιζα κι έρχονταν τα παιδιά και τις έβλεπαν. 

Λειτουργούσατε και επί χούντας. Είχατε προβλήματα τότε;
Επί χούντας έπρεπε πριν από την ταινία, αναγκαστικά, να παίζουν τα «Επίκαιρα» της εποχής, που ήταν κατευθυνόμενα από τη χούντα. Αν δεν τα βάζαμε, το είχαμε χαμένο το παιχνίδι.

Με την Αστυνομία είχατε προβλήματα ;
Μια φορά, στο παλιό κτίριο –το πρώτο φέραμε μια ταινία «αριστερή» που λεγόταν Το μπλόκο. Εκεί ακουγόταν το κλασικό «Στ’ άρματα, στ’ άρματα, εμπρός στον αγώνα». Ανέβηκε πάνω ο Υπενωμοτάρχης να σταματήσει την προβολή γιατί ήταν αριστερή η ταινία. Μ’ έπιασαν κι εμένα τα νεύρα και τον πέταξα κάτω από το πατάρι. Με πήραν στην Αστυνομία και από πίσω ήρθε όλος ο κόσμος να με υποστηρίξει. Μετά φωνάξαμε τον Διοικητή της Αστυνομίας από τα Σέρβια και, αφού έπαιξα την ταινία για να τη δει και του έδειξα και την άδειά της, με άφησε να την προβάλω κανονικά, λες κι εγώ έφταιγα που η ταινία ήταν αριστερή. Έτσι κι αλλιώς είχε περάσει από τη λογοκρισία. 

Άλλες εκδηλώσεις γίνονταν στον κινηματογράφο;

Πολλές εκδηλώσεις, θέατρα, καραγκιόζης, συναυλίες. Θυμάμαι είχε έρθει ο Λάκης Χαλκιάς και άλλοι που δεν θυμάμαι τώρα. Συνήθως για συναυλίες πήγαιναν στα κέντρα. Ήρθαν και θέατρα με πολλούς διάσημους ηθοποιούς, όπως η ΈρικαΜπρόγερ και ο Στέφανος Στρατηγός.  Δυο παραστάσεις.  Ήταν φουλ 200 δραχμές είχε τότε το εισιτήριο. 

Κρατούσες στοιχεία πόσες περίπου ταινίες το χρόνο παίζατε;
Περίπου ογδόντα ταινίες το χρόνο. Δεν έχω ακριβή στοιχεία.

Ποια περίοδος ήταν η καλύτερη από άποψη προσέλευσης κόσμου;
Στις αρχές, μέχρι το ’70-’74, μετά ήρθε η τηλεόραση. Κάποια στιγμή άρχισα να βάζω χρήματα από την τσέπη μου και αναγκάστηκα να σταματήσω.

Τα θεατρικά που έρχονταν εσύ τα κανόνιζες ή σε βρίσκανε μόνοι τους;
Αυτοί με βρίσκανε κι εγώ έπαιρνα ένα ποσοστό για την αίθουσα, ανάλογα, 20-25%.

Ποια ταινία ήταν αυτή που πήγε καλύτερα απ’ όλες;
Συνήθως η φουστανέλα. Αυτά αγαπούσε ο κόσμος.

Επιτρεπόταν να τρώει και να πίνει ο κόσμος μέσα στον κινηματογράφο;

Συνήθως τρώγανε σπόρια  και από την  αλμύρα σκούριαζαν τα καθίσματα. Είχα την αδερφή μου που πουλούσε τα σπόρια και μετά καθάριζε τον κινηματογράφο κι έτσι έπαιρνε ένα μεροκάματο. Η γυναίκα μου η Αθηνά ήταν στα εισιτήρια. Παλιότερα καθάριζα εγώ με τον αδερφό μου τον Τόλιο. Ο αδερφός μου είναι αυτός που κάνει τον γαμπρό στην ταινία του Κανελλόπουλου Μακεδονικός γάμος.  

Τον Κανελλόπουλο τον θυμάσαι καθόλου;

Εμείς ήμασταν μικρά παιδιά, τρέχαμε από πίσω, ένας κουτσός ήταν, έτσι τον θυμάμαι. Του ζήτησαν να δώσει στον Μορφωτικό μια κόπια, έτσι σαν κειμήλιο, αλλά δεν ήθελε. 

Αυτή η ταινία προβλήθηκε μετά στον κινηματογράφο σου;
Ναι, την παίξαμε δυο τρεις φορές.

Ο Κανελλόπουλος ήταν σε καμιά προβολή;
Όχι, δεν ήρθε.

Ο κόσμος από κάτω, που έβλεπε τα πρόσωπά του και γνωστούς στο πανί,πώς αντιδρούσε;
Χαιρόταν και χειροκροτούσε.

Το όνομα του κινηματογράφου πώς το διάλεξες;
Αυτό μας το πρότεινε ο μηχανικός που μας έβγαλε την άδεια, μας είπε να το ονομάσετε «Ερατώ», μια από τις εννέα μούσες, αυτό είναι ταιριαστό όνομα. Ο πατέρας της Γερούκη, που έχει τώρα το κανάλι West, αυτός μας το πρότεινε.

Σκεφτόσουν ποτέ ότι θα έκανες αυτή τη δουλειά; Ότι θα τα έφερνε έτσι η ζωή, που θα γινόσουν ιδιοκτήτης κινηματογράφου;
Όχι. Ο Τόλιος, ο αδερφός μου, ήθελε πολύ τότε. Αλλά επειδή αγοράσαμε αυτό το οικόπεδο, αγοράσαμε κι ένα σπίτι από πίσω, του Μπατσιάμη, κι είχαμε και χώρο από μας, από τη δική μας μεριά – κι έτσι τετραγωνίσαμε το μέρος και το φτιάξαμε. Έγινε είκοσι μέτρα επί δέκα. Κι όλο το κτίριο είναι χτισμένο με πέτρα. Το κάναμε μόνοι μας. Ήταν η αλληλοβοήθεια τότε. Δηλαδή εσύ ερχόσουν σε μένα κι εγώ ερχόμουν σε σένα κι έτσι έγιναν όλ’ αυτά τα πράγματα. Αλλά τυράννια, ε; Σηκωνόμασταν πρωί πρωί κι όλα τα κρεβάτια ήταν γεμάτα πέτρες. Παίρναμε τη σκάλα, ανεβαίναμε, πιάναμε την πέτρα, τη σηκώναμε κι ο άλλος την έπαιρνε επάνω. Πού να τα κάνουν τώρα αυτά οι δικοί μας. Με τα χέρια μας το χτίσαμε εγώ, ο μπαμπάς μου κι ο αδερφός μου. Μ’ είχαν βάλει κι εμένα κι έχτιζα.

Ποιος άλλος βοήθησε; Θυμάσαι ονόματα;
Πολλοί. Ήρθε κόσμος απ’ το χωριό. Ο Μανώλης ο Κακκούλης – πέθανε. Του Λουιζάκου του Μανδραλή ο μπαμπάς, ο Δημήτρης ο Μανδραλής. Τη σκεπή την έφτιαξε ο Τζιτζιλής μαζί με τον Γιάννη τον Καραγιάννη (Φκιαράς) και τον Σακούλα. Κρεμαστή η σκεπαστή, οι νταμπανωσιές συνδεδεμένες. Δίρριχτη. Έκανα κι εγώ πολλές σκεπές. Τώρα δεν μπορούμε να ανεβούμε… Ανεβαίναμε τη σκάλα…Τυράννια.

Πόσων χρονών είσαι τώρα, Γρηγόρη;
Εβδομήντα έξι. Κανονικά θα πάρω τα εβδομήντα εφτά. Στις 27 του Γενάρη του ’40 γεννήθηκα. Μόλις πάει 27 ο μήνας, τα καβάλησα τα εβδομήντα εφτά.

Αν ξανάρχιζες από την αρχή, θα άλλαζες δουλειά ή θα έκανες την ίδια; Πέρασες καλά όλ’ αυτά τα χρόνια με τον κινηματογράφο;

Καλά πέρασα, αλλά από τη στιγμή που σταμάτησε η δουλειά, γύρισα πάλι στην παλιά τέχνη. Οικοδομή. Τυράννια. Έζησα με την οικοδομή. Το κτίριο αυτό που έχει ο Χατζητσόλης, το έχτισα μόνος μου. Δούλευα αλλού, σ’ έναν εργολάβο, κι έπαιρνα τις σκαλωσιές και το έχτισα. Το απόγευμα που είχα ευχέρεια έφτιαχνα κι από ένα ντουβάρι. Την άλλη μέρα πάλι. Αυτά έγιναν από το ’74 και μετά, που τέλειωσε ο κινηματογράφος. Το ’74 δεν ήταν; Ξεχνάω. Πότε έγινε το κανάλι, που φέρναμε το νερό απ’ το βουνό; Δυο τρία χρόνια μετά.

Και μετά το σινεμά το δούλευες συμπληρωματικά;
Ναι. Το πρωί πήγαινα στη δουλειά ως τις δύο ή ως στις τρεις και το απόγευμα έπαιζα ταινία. Ύστερα έβαλα και ροδάκινα. Ξέχωρα ότι είχα και μικρά παιδιά. Θα τα ’χω να τρέχουν εδώ κι εκεί; Είπα θα βάλω δέντρα και θα τ’ απασχολήσω κι αυτά εκεί. Κράτησα τα δέντρα καμιά δεκαριά χρόνια και παραπάνω.

Πότε παίχτηκε η τελευταία ταινία;
Δεν θυμάμαι. Έπρεπε να κρατάμε στοιχεία, αλλά ήμασταν αγράμματοι.

Το σίγουρο είναι ότι το ’94 που ήρθε το Πνευματικό Κέντρο στη θέση που είναι σήμερα, σταμάτησε κι ο κινηματογράφος. Οπότε γύρω στο ’93.
Ως τότε, όλες οι εκδηλώσεις στο σινεμά μου γίνονταν. Αλλά αφότου έγινε αίθουσα κινηματογράφου στο Πνευματικό, εγώ τι να έκανα; Αναγκάστηκα να το νοικιάσω για άλλη χρήση.

Όμως συνέχισες να είσαι μηχανικός κινηματογράφου, στο Κινηματογραφικό Τμήμα του Μορφωτικού Ομίλου.
Ναι, έπαιξα κάμποσα χρόνια. Και τότε έτυχε, το 2001, κι έσπασα τον γοφό. Αλλιώς ερχόμουν κι έπαιζα.

Μόνο μία ταινία δεν έπαιξες στο Πνευματικό. Την παίξαμε εγώ, ο Ι. Χαλκιάς κι ο Γ. Μαλέτσκος από τα Σέρβια.
Ναι. Με τον Μαλέτσκο συνεργαζόμασταν και πιο παλιά. Πολλές ταινίες τις έπαιζα τρεις τέσσερις μέρες εγώ εδώ. Ύστερα πήγαινα την ταινία στα Σέρβια κι έπαιρνα την ταινία που παιζόταν εκεί. Για το κόστος. Δεν μπορούσαμε να πληρώσουμε.

Πολιτικές εκδηλώσεις γίνονταν στην αίθουσα;

Ναι. Απ’ όλα τα κόμματα. Συνήθως το ΠΑΣΟΚ έβαζα. Αλλά δεν είδα φράγκο. Κακό είδα, καλό δεν είδα.

Από τότε φαίνονταν… (γέλια).
Κι από τη Νέα Δημοκρατία έρχονταν. Θυμάμαι ήταν τότε ο τρανός, ο Γούλας ο Καραβαγγέλας, του Χαρίση ο μπαμπάς. Ήταν στο κόμμα αυτός. Για τα πολιτικά, που λες: θυμάμαι ότι κάποια στιγμή πήγα στην Κοζάνη να φτιάξω κάτι για τη μηχανή. Και τότε ακούστηκε ότι κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος. Και μου λέει ο μηχανικός: «Κάνε ό,τι είναι να κάνεις και φύγε για το σπίτι σου». Ήρθα απ’ την Κοζάνη με τα πόδια. Στον Βαθύλακκο βρήκα τον Καστανάρα και μας έφερε μέχρι τη γέφυρα. Εκεί βρίσκω αυτόν τον Ενωμοτάρχη που τον είχα πετάξει κάτω. Στο μεταξύ, εκεί πάνω στου Χατζή, εκεί που είναι τώρα τα έπιπλα, εμείς είχαμε γραφείο. Εκεί είχαμε όλα τα ονόματα. Ήμασταν πολλοί τότε. Ευτυχώς πήγε και μάζεψε όλα τα χαρτιά ο Γιάννης ο Ευαγγελόπουλος, αλλιώς θα μας έβαζαν όλους μέσα. Το ’67 αυτά, με τη χούντα.

Είχε έρθει ποτέ να μιλήσει στην αίθουσα κάποιος γνωστός πολιτικός;

Ο Μητσοτάκης – ο μεγάλος. Από ηθοποιούς: ο Νίκος ο Απέργης, θυμάμαι. Καλός ηθοποιός, αλλά πέθανε νέος.

Με τον φωτο-Νίκο είχατε καμιά σχέση; Αγαπούσε τις φωτογραφίες, αλλά το σινεμά;
Όχι. Αυτός έφυγε νωρίς, πήγε στην Κατερίνη. Δεν ασχολούνταν με το σινεμά.

Πόσες θέσεις είχε ο κινηματογράφος;
Ο παλιός δεν είχε καθίσματα, είχε ψάθες. Δεν χωρούσε πολλά άτομα. Ο καινούριος ήταν μεγάλος, χωρούσε 190 άτομα. Είχε δύο διαδρόμους στις άκρες. Πίσω είχε χώρο και μπροστά σκηνή. Τα καθίσματα ήταν πτυσσόμενα.

Όταν φτιάξατε τον καινούριο κινηματογράφο, πώς κάνατε τα σχέδια; Τα κάνατε μόνοι σας ή αντιγράψατε κάποια άλλη αίθουσα;
Ήρθε μηχανικός και τα έβγαλε. Εμείς τετραγωνίσαμε το μέρος και μετά ήρθε ο μηχανικός και κανόνισε πού θα είναι η σκηνή, πού τα αποχωρητήρια κ.λπ. Θεωρεία δεν είχαμε. Μπορεί να γίνονταν κάποτε, αλλά από τη στιγμή που ήρθε η τηλεόραση και έπεσε η κίνηση, τέρμα.

Ένιωθες ποτέ ότι στο χωριό σε αντιμετώπιζαν με κάποια ιδιαίτερη εκτίμηση επειδή έκανες αυτή τη δουλειά;
Ε, ναι. Ιδίως τα κορίτσια! Έλεγαν τα κορίτσια: «Θα κάτσω εδώ, μια χαρά είναι. Σιγά μην πάω στον καπνό να σκάβω».

Φαντάροι από το στρατόπεδο στα Σέρβια έρχονταν;
Όχι, είχε σινεμά και στα Σέρβια. Ξέρεις, παλιά ο στρατός ήταν να έρθει εδώ, όχι στα Σέρβια. Αλλά το χάλασε ο μπαμπάς του Τάσιου του Βαρσαμή, ήταν γραμματέας τότε. Πολύ αυστηρός. Ήθελες άδεια να πας μέσα σ’ αυτόν. Και θα γινόταν εδώ ο στρατός, αλλά δεν ήθελε, έλεγε «Όχι, θα μας πάρουν τα κορίτσια».

Κάπως έτσι καταγράφεται η ιστορία του κινηματογράφου στο Βελβεντό.  Στις μέρες μας, οι ταινίες έρχονται στο σπίτι μας, μπροστά μας, στο τάμπλετ, στο λάπτοπ, στην τηλεόραση. Η τεχνολογία προχωρά και καλά κάνει, άλλωστε και ο κινηματογράφος επίτευγμα της τεχνολογίας είναι. Ο κινηματογράφος προσφέρει μια εμπειρία θεάματος με μια πιο κοινωνική διάσταση που όλοι μας έχουμε ζήσει και θα συνεχίσουμε να ζούμε. Μια ταινία μαζί με φίλους μπροστά στο μεγάλο λευκό πανί, με τον ήχο να διαπερνά τη σκοτεινή αίθουσα, είναι κάτι ξεχωριστό, σε κάνει να αισθάνεσαι μέρος της.

Γιάννης Γ. Παλαβός
Κώστας Π. Αγουράτσιος

Οι φωτογραφίες είναι από το προσωπικό αρχείο του Γρηγόρη Μπούλιου, από την ταινία Μακεδονικός Γάμος του Τάκη Κανελλόπουλου κι από το αρχείο του Μ.Ο.Β.